μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… … Dictionary of Greek
Μπασιάς — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Απανωχώρι της Κρήτης. 1. Αντώνιος ή Μπασιαδαντώνης (; – 1817). Εγγονός ή ανιψιός του Σταμάτη (βλ. 13.). Το 1770 σκότωσε δύο ένοπλους γενίτσαρους, επειδή τον ανάγκασαν να εκτελέσει κάποια αγγαρεία.… … Dictionary of Greek
Σκουλάς — Επώνυμο δύο κρητικών οικογενειών, η πρώτη από τα Ανώγεια του Μυλοπόταμου και η δεύτερη από τους Λάκκους των Σφακιών. Τα αξιολογότερα μέλη της πρώτης ει ναι: 1. Μιχαήλ (Ανώγεια 1829 Αθήνα 1858). Οπλαρχηγός στις επαναστάσεις του 1858 και του 1866.… … Dictionary of Greek
Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
Δασκαλάκης — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών, που έδρασαν στην Επανάσταση του 1821, αλλά και στις Κρητικές επαναστάσεις του 1770, του 1841 και του 1866. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από τα Σφακιά και έδρασε ως οπλαρχηγός. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Σφακιά. Εγγονός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Κανταράκης — Επώνυμο αγωνιστών των Κρητικών επαναστάσεων. 1. Μάρκος. Ήταν οπλαρχηγός στις Κρητικές επαναστάσεις των ετών 1866 69 και 1878, καθώς και πληρεξούσιος στην επαναστατική συνέλευση των Κρητικών. 2. Μιχαήλ. Εξάδελφος του προηγούμενου. Ήταν οπλαρχηγός… … Dictionary of Greek
Κονταδάς — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Σέλινο της Κρήτης. Είναι πιθανόν ότι η καταγωγή τους ανάγεται στον βυζαντινό οίκο των Κοντών. 1. Αναγνώστης. Βλ. λ. Κονταδάς, Αναγνώστης. 2. Γεώργιος. Πήρε μέρος στις Κρητικές επαναστάσεις μετά το 1841 … Dictionary of Greek